αμυγδαλένιος

αμυγδαλένιος
α, ο миндальный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αμυγδαλένιος" в других словарях:

  • αμυγδαλένιος — και μυγδαλένιος, α, ο [αμύγδαλο] ο αμυγδαλωτός* …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλένιος, -ια, -ιο — αυτός που είναι φτιαγμένος με αμύγδαλα: Σε μερικά νησιά τα περισσότερα γλυκά που κάνουν είναι αμυγδαλένια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμύγδαλο — και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον) ο καρπός τής αμυγδαλιάς αρχ. το δέντρο αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τής λ. αμυγδάλη*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι νεοελλ. αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»